- μεγαλοπράγμων
- -ον (Α μεγαλοπράγμων, -ον)αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοπράγμων — disposed to do great deeds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπραγμονέστερον — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds masc acc comp sg μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπράγμονα — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds neut nom/voc/acc pl μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπραγμονέστατος — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπράγμονι — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπράγμονος — μεγαλοπράγμων disposed to do great deeds gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДАМОН — ДАМОН (Δάμων) (сер. 5 в. до н. э.), др. греч. софист и музыкальный теоретик, советник Перикла. Д., сын Дамонида, родился в Афинах, в деме Ойа. Учился музыке у Агафокла, его ученика Лампрокла и пифагорейца Пифоклида, создателя «возвышенно… … Античная философия
κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοπραγμονώ — έω αποβλέπω σε σπουδαία πράγματα, έχω μεγάλες επιδιώξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοπράγμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek